-
1 κρήγυος
A good, useful or agreeable, once in Hom.,οὐ πώ ποτέ μοι τὸ κ. εἶπας Il.1.106
;ἄλλο μὲν οὐδὲν κ. AP7.284
(Asclep.); οὐδὲ γουνάτων πόνος κρήγυον a good symptom, Hp.Coac.31;τό τοι μέγα κρήγυον ἔσται Nic.Th. 935
; l.c. Adv.κρηγύως ἐπαιδεύθην Call.Iamb.1.196
; νομίμως καὶ κ. honourably, Perict. ap. Stob.4.28.19.2 by a misunderstanding of Hom., true, real,εἴπατέ μοι τὸ κ. Theoc.20.19
, cf. Hp.Ep.17, AP7.648 (Leon.), Anon. ap. Stob.3.28.21: as Adv., in good earnest,πορθεῖς με τὸ κ. AP5.57
(Arch.).3 of persons, good, serviceable,οὐκ ἐπίστανται, οὐδὲ κ. διδάσκαλοί εἰσι Pl.Alc.1.111e
;εἰ δ' ἐσσί κ. τε καὶ παρὰ χρηστῶν Theoc.Ep.19
;παρ' οἴνῳ κ. AP7.355
(Damag.); esp. of a woman, honest, Herod.4.46, 6.39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρήγυος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский